ΒΕΛΓΙΟ


Εισαγωγή

ΦΛΑΜΑΝΔΟΦΩΝΟ ΒΕΛΓΙΟ

Το Βέλγιο είναι ομοσπονδιακό κράτος και η ευθύνη για την εκπαιδευτική πολιτική ανήκει, από το 1991, κατά κύριο λόγο στις Κοινότητες - Φλαμανδόφωνη, Γαλλόφωνη και Γερμανόφωνη. Βασικό όργανο διοίκησης των σχολικών μονάδων είναι τα Διοικητικά Συμβούλια, τα οποία οργανώνονται ανάλογα με τον τύπο του σχολείου σε «Εκπαιδευτικά Δίκτυα» (δημόσια, επιχορηγούμενα ή ιδιωτικά).

Στο Φλαμανδόφωνο Βέλγιο, τα σχολεία αποφασίζουν αυτόνομα για την εκπαιδευτική τους πολιτική εντός του νομοθετικού πλαισίου. Οι σχολικές μονάδες είναι οι βασικοί παράγοντες στην αξιολόγηση αλλά η Φλαμανδική Κυβέρνηση θέτει το πλαίσιο, ορίζοντας τις βασικές προϋποθέσεις και αξιολογώντας την ποιότητα της εκπαίδευσης που παρέχουν, προκειμένου να χρηματοδοτηθούν.

Η αξιολόγηση της σχολικής εκπαίδευσης

Τα τελευταία δέκα χρόνια τα «Εκπαιδευτικά Δίκτυα», τα Πανεπιστήμια και τα επιμέρους σχολεία έχουν αναπτύξει εργαλεία και μεθοδολογίες για την αξιολόγηση της εκπαιδευτικής τους πολιτικής αυτόνομα και χωρίς παρεμβάσεις. Εφόσον όμως τα σχολεία χρηματοδοτούνται ή επιχορηγούνται από την κυβέρνηση, οι μορφές αξιολόγησης αναθεωρούνται συνεχώς και τα σχολεία οφείλουν να προσαρμόζονται σε αυτές. Η ελευθερία δηλαδή που δίνει η κυβέρνηση στα σχολεία να αποφασίζουν για την εκπαιδευτική τους πολιτική συνεπάγεται την υποχρέωσή τους να την αξιολογούν συνεχώς και να τη βελτιώνουν προκειμένου να λαμβάνουν χρηματοδότηση. Οι παράλληλες ευθύνες που έχει το Υπουργείο, η Επιθεώρηση και οι σχολικές μονάδες οδήγησε πρόσφατα σε μια προσπάθεια ευθυγράμμισης της αυτοαξιολόγησης με την εξωτερική αξιολόγηση.

Η ευθύνη για τη διασφάλιση της ποιότητας στην εκπαίδευση βαρύνει πολλούς φορείς και η αξιολόγηση της σχολικής εκπαίδευσης στο Φλαμανδόφωνο Βέλγιο περιλαμβάνει:

  1. την αυτοαξιολόγηση της σχολικής μονάδας,
  2. την αξιολόγηση σε συνεχή βάση από συνεργατικές δομές, δηλ. τις Σχολικές Συμβουλευτικές Υπηρεσίες που προσφέρουν υποστήριξη σε ομάδες σχολείων, και
  3. την εξωτερική αξιολόγηση από την Επιθεώρηση, η οποία εποπτεύει τη συμμόρφωση των σχολείων με τους κανονισμούς προκειμένου να χρηματοδοτηθούν καθώς και τον συστηματικό έλεγχο της ποιότητας της εκπαίδευσης που παρέχουν στο πλαίσιο της εθνικής εκπαιδευτικής πολιτικής.

Η αυτοαξιολόγηση έχει οριστεί ως προσπάθεια με δύο κατευθύνσεις: τη λογοδοσία και την ανάπτυξη του σχολείου (accountability versus development). Η αυτοαξιολόγηση εξαρτάται από την εκπαιδευτική πολιτική που υιοθετεί το σχολείο και από τους στόχους που το ίδιο θέτει, ενώ οι Σχολικές Συμβουλευτικές Υπηρεσίες στηρίζουν τα σχολεία στην εφαρμογή της αυτοαξιολόγησης. Η Σχολική Επιθεώρηση υιοθέτησε το 2009 τη «διαφοροποιημένη προσέγγιση» στην εξωτερική αξιολόγηση, που εστιάζει σε επιμέρους πεδία και όχι στην αξιολόγηση του σχολείου ως σύνολο. Το σύστημα της εξωτερικής αξιολόγησης πραγματοποιείται σε τρία στάδια και βασίζεται στο μοντέλο CIPO (2010), το οποίο εστιάζει στα πεδία «ΠλαίσιοΔεδομένα - ΔιαδικασίεςΑποτελέσματα» με Δείκτες που αφορούν την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης.

Η σχέση μεταξύ της αυτοαξιολόγησης και της εξωτερικής αξιολόγησης χαρακτηρίζεται ως «επικοινωνιακή οδός» με την έννοια ότι η Σχολική Επιθεώρηση προβαίνει σε συχνούς εξωτερικούς ελέγχους στις περιπτώσεις που τα σχολεία έχουν αδύναμα εσωτερικά συστήματα αυτοαξιολόγησης. Η βασική πρόκληση που αντιμετωπίζει η Σχολική Επιθεώρηση είναι αφενός να ελέγχει τα σχολεία στο πλαίσιο της απόδοσης λόγου για το έργο τους (accountability) και αφετέρου να σέβεται την ελευθερία τους να θέτουν στόχους για την ανάπτυξή τους (development).

Αυτοαξιολόγηση σχολικών μονάδων

Η αυτοαξιολόγηση των σχολικών μονάδων δεν είναι θεσμικά υποχρεωτική. Παρόλα αυτά, στην πράξη, τα σχολεία «υποχρεώνονται» να αυτοαξιολογούνται, καθώς υπόκεινται σε εξωτερική αξιολόγηση που ελέγχει και εκτιμά την ύπαρξη συστημάτων διασφάλισης της ποιότητάς τους, επιβάλλοντας ουσιαστικά την αυτοανάλυση και αυτοαξιολόγηση.

Η σχολική μονάδα είναι ο βασικός παράγοντας στη διαδικασία της αυτοαξιολόγησης και έχει την ευθύνη του σχεδιασμού του προγράμματος σπουδών και της παροχής ποιοτικής εκπαίδευσης σύμφωνα με ένα εκπαιδευτικό σχέδιο, διαμορφωμένο στο επίπεδο της σχολικής μονάδας. Αυτό σημαίνει ότι τα προγράμματα σπουδών καταρτίζονται από κάθε σχολείο χωριστά και με αυτόν τον τρόπο είναι πιθανόν να διαφέρουν μεταξύ τους. Παράλληλα, τα σχολεία αξιολογούνται σε συνεχή βάση από συνεργατικές δομές, εντάσσονται δηλαδή σε «Εκπαιδευτικά Δίκτυα» τα οποία σχεδιάζουν και αξιολογούν τα προγράμματα σπουδών τους καθώς και τα χρονοδιαγράμματα. Κάθε Εκπαιδευτικό Δίκτυο διαθέτει Εκπαιδευτική Συμβουλευτική Υπηρεσία που παρέχει εσωτερική υποστήριξη και εργαλεία αυτοαξιολόγησης στα σχολεία, καθώς επίσης και καθοδήγηση όσον αφορά τη δημιουργία και εφαρμογή νέων προγραμμάτων σπουδών. Έτσι, τα Εκπαιδευτικά Δίκτυα αποφασίζουν αυτόνομα για τις εκπαιδευτικές μεθόδους, τα προγράμματα σπουδών, καθώς και την πρόσληψη του προσωπικού στα σχολεία.

Το σύστημα του αυτοελέγχου της ποιότητας στην εκπαίδευση βασίζεται σε στόχους που εντάσσονται στο πρόγραμμα σπουδών του σχολείου και διαμορφώνουν τις εκπαιδευτικές μεθόδους για την επίτευξή τους σε επίπεδο σχολείου:

  1. Στους στόχους επίδοσης, που αφορούν γνώσεις, στάσεις, δεξιότητες σε σχέση με τα γνωστικά αντικείμενα (attainment targets)
  2. Στους αναπτυξιακούς στόχους που θέτουν τα σχολεία όσον αφορά την οργάνωση και τη βελτίωση της ποιότητας της εκπαίδευσης (developmental objectives).

Οι στόχοι επίδοσης και οι αναπτυξιακοί στόχοι αφορούν συγκεκριμένες γνωστικές περιοχές στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση και συγκεκριμένα γνωστικά αντικείμενα στη Δευτεροβάθμια. Ορισμένοι όμως στόχοι είναι διαθεματικοί καθώς συνδέονται με διαφορετικές παράλληλα περιοχές ή μπορεί να σχετίζονται με εκπαιδευτικά σχέδια. Το Υπουργείο Παιδείας καθορίζει τους βασικούς στόχους επίδοσης και ποιότητας της παρεχόμενης εκπαίδευσης και ελέγχει εάν τα σχολεία πληρούν τις προϋποθέσεις αυτές προκειμένου να λάβουν χρηματοδότηση. Ενώ, δηλαδή θέτει κοινούς στόχους για όλα τα σχολεία, τα ίδια τα σχολεία αποφασίζουν εάν θα προσθέτουν στόχους, ανάλογα με τις τοπικέςσε επίπεδο σχολείου - ανάγκες προκειμένου να βελτιώσουν την εκπαιδευτική τους πολιτική και παράλληλα να ανταποκριθούν στην εξωτερική αξιολόγηση. Η αυτοαξιολόγηση θεωρείται, κατά συνέπεια, «υποχρεωτική διαδικασία» για τα σχολεία που επιδιώκουν να διαμορφώσουν μια ισχυρή εκπαιδευτική πολιτική και να λαμβάνουν επαρκή χρηματοδότηση.

Οι εκθέσεις αυτοαξιολόγησης των σχολικών μονάδων λαμβάνονται υπόψη κυρίως στο προκαταρκτικό στάδιο της εξωτερικής αξιολόγησης. Τα σχολεία με ισχυρά μοντέλα αυτοαξιολόγησης και με δυνατότητες προσαρμογής της εκπαιδευτικής πολιτικής τους στα ευρήματα της αυτοαξιολόγησης υπόκεινται σε λιγότερες εξωτερικές αξιολογήσεις από τη Σχολική Επιθεώρηση. Τα αποτελέσματα της αυτοαξιολόγησης δεν συμπεριλαμβάνονται στις τελικές εκθέσεις εξωτερικής αξιολόγησης, οι οποίες δημοσιοποιούνται, λόγω της άποψης ότι η δημοσιοποίηση αλλοιώνει το χαρακτήρα της αυτοαξιολόγησης, αφού αναγκάζει τα σχολεία να προσαρμόζουν τα αποτελέσματά της στην ικανοποίηση των δεικτών της εξωτερικής αξιολόγησης, η οποία φαίνεται να στοχεύει περισσότερο στη «λογοδοσία» παρά στην «ανάπτυξη» των σχολείων.

Σύμφωνα με την πρόσφατη έρευνα (2011) για την διαδικασία αυτοαξιολόγησης βασισμένη στο Διαγνωστικό εργαλείο DISO για τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, οι παράγοντες που ενισχύουν την πορεία της αυτοαξιολόγησης είναι:

  • τα κίνητρα που παρέχονται στη διοίκηση του σχολείου προκειμένου να ασκεί δημοκρατικά το έργο της,
  • η εμπλοκή όλων των παραγόντων της σχολικής κοινότητας στις εκπαιδευτικές διαδικασίες,
  • ύπαρξη ενός υγιούς κλίματος στο σχολείο: «σχολείο ανοικτό στην κοινωνία»,
  • η σταθερότητα και συνεργασία μεταξύ των μελών της σχολικής κοινότητας και η αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των εμπλεκομένων φορέων,
  • οι διαθέσιμες πηγές,
  • η προθυμία άσκησης συνεχούς εποικοδομητικής κριτικής στο εκπαιδευτικό έργο,
  • η προθυμία για αλλαγές σε όλα τα επίπεδα του σχολείου.

Οι παράγοντες που εμποδίζουν την πορεία της αυτοαξιολόγησης είναι:

  • η επιβολή της αυτοξιολόγησης από την Διοίκηση της εκπαίδευσης,
  • η έλλειψη προθυμίας για αλλαγές,
  • η λανθασμένη αντίληψη ότι η διαδικασία της αυτοαξιολόγησης θα πρέπει να έχει άμεσα εμφανή αποτελέσματα,
  • αλλαγές που εισάγονται ταυτόχρονα στην εκπαιδευτική διαδικασία,
  • οι κρυφοί ή φανεροί διαπληκτισμοί μεταξύ των μελών της σχολικής κοινότητας, που δείχνουν βέβαια την ανάγκη για αυτοαξιολόγηση αλλά αποτελούν συγχρόνως εμπόδιο για την αποτελεσματική εφαρμογή της,
  • η λανθασμένη εκτίμηση του τι σημαίνει αυτοαξιολόγηση, λόγω έλλειψης πληροφόρησης,
  • η αμφιβολία σχετικά με τον σκοπούς και την αξία της αυτοαξιολόγησης.

Στην ίδια έρευνα αναφέρθηκε ότι η αυτοαξιολόγηση έχει αξία γιατί βασίζεται σε εργαλεία που έχουν επαληθευθεί εμπειρικά και, κατά συνέπεια, αυξάνει την αξιοπιστία του σχολείου και βελτιώνει την ποιότητα της εκπαίδευσης. Μειονέκτημά της όμως θεωρείται το γεγονός ότι η αξιολόγηση στηρίζεται σε εργαλεία που απευθύνονται μόνο στους εκπαιδευτικούς και το προσωπικό του σχολείου, τα αποτελέσματα των οποίων εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις προσωπικές σχέσεις και το συγκινησιακό κλίμα που επικρατεί στο σχολείο.

Διαδικασίες - Εργαλεία

Την τελευταία δεκαετία, έχουν αναπτυχθεί πολλά εργαλεία αυτοαξιολόγησης που επιτρέπουν στα σχολεία να συγκρίνουν δεδομένα ανάλογα με την ομάδαστόχο. Τα «Εκπαιδευτικά Δίκτυα» έχουν επίσης αναπτύξει εργαλεία αυτοανάλυσης που χρησιμοποιούνται ως συμπληρωματικά βοηθητικά εργαλεία από τις Σχολικές Συμβουλευτικές Υπηρεσίες (βλ. Πηγές - Σύνδεσμοι). Επίσης, η ιστοσελίδα του Υπουργείου Παιδείας διαθέτει τα παρακάτω εργαλεία αξιολόγησης της επίδοσης των μαθητών:

  1. Τα «Παράλληλα Τεστ» (Parallel Versions of Τests) που χρησιμοποιούνται ως μέσο συγκριτικής πληροφόρησης των σχολείων για την επίδοση των μαθητών τους σε σχέση με τους στόχους επίδοσης.
  2. Τα «Σχολικά Τεστ» που βοηθούν τα σχολεία στη διαδικασία εσωτερικής αξιολόγησης.
  3. Το εργαλείο ανίχνευσης «SALTO» και το σύστημα παρακολούθησης «LVS» των μαθητών για το Νηπιαγωγείο και το Δημοτικό που χρησιμεύουν ως εργαλεία πληροφόρησης για την επίδοση των μαθητών.

Σε τοπικό επίπεδο λειτουργούν οι «πλατφόρμες διαβούλευσης«Local consultation platformς) και οι «σχολικές κοινότητες» (School communities) τόσο στην Πρωτοβάθμια όσο και στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Αποτελούν βάσεις συνεργασίας μεταξύ των σχολείων και αποτελούν μια «άτυπη» μορφή ανατροφοδότησης και αυτοαξιολόγησης μεταξύ όλων των άμεσα εμπλεκομένων στην εκπαίδευση σε θέματα που αφορούν το εκπαιδευτικό προσωπικό και τα γνωστικά αντικείμενα.

Πηγές - Σύνδεσμοι