ΚΥΠΡΟΣ


Εισαγωγή

Το υφιστάμενο σύστημα αξιολόγησης, το οποίο εφαρμόζεται από το 1976 χωρίς ουσιαστικές τροποποιήσεις, θεωρείται σήμερα αναχρονιστικό και ξεπερασμένο. Σύμφωνα με την Έκθεση της Επιτροπής για την Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση (2004) στην Κύπρο, «το υπάρχον σύστημα αξιολόγησης, το οποίο αφορά αποκλειστικά τους εκπαιδευτικούς νοσεί» και χαρακτηρίζεται ως απηρχαιωμένο και αντιπαραγωγικό, «αναπόσπαστο στοιχείο του συγκεντρωτικού - διοικητικού (εκπαιδευτικού) συστήματος». Η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών διεξάγεται κατά κύριο λόγο με σκοπό την προαγωγή και τη μισθολογική τους εξέλιξη, σε βάρος της διαμορφωτικής αξιολόγησης. Για τους λόγους αυτούς, η διαμόρφωση και εφαρμογή ενός νέου συστήματος αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου και των εκπαιδευτικών θεωρείται επιβεβλημένη από την εκπαιδευτική ηγεσία με σκοπό να συμβάλει, μαζί με τα άλλα μέτρα που προωθούνται στα πλαίσια της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, στην αναβάθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος της Κύπρου.

Η αξιολόγηση της σχολικής εκπαίδευσης

Το Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας και Αξιολόγησης (ΚΕΕΑ) δημιουργήθηκε με Απόφαση Υπ. Συμβουλίου, τον Αύγουστο του 2008, και υπάγεται στο Υπ. Παιδείας και Πολιτισμού. Αποστολή του είναι η δημιουργία ερευνητικής υποδομής στο κυπριακό εκπαιδευτικό σύστημα και η προώθηση της επιστημονικής έρευνας σε θέματα εκπαίδευσης (εκπαιδευτική πολιτική, αναλυτικά προγράμματα, βιβλία, επιμόρφωση), στο επίπεδο του εκπαιδευτικού συστήματος συνολικά και στο επίπεδο της σχολικής μονάδας, καθώς επίσης και η διαρκής επιστημονική αξιολόγηση του εκπαιδευτικού συστήματος και των αποτελεσμάτων της εισαγωγής των επιμέρους καινοτομιών στην εκπαίδευση.

Με την Πρόταση για ένα νέο σύστημα αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου και των εκπαιδευτικών λειτουργών (Απρίλιος 2009) γίνεται προσπάθεια διαφοροποίησης και εκσυγχρονισμού του υφισταμένου συστήματος αξιολόγησης των εκπαιδευτικών «μέσα από ανοιχτό, δομημένο και συστηματικό διάλογο, στον οποίο σημαντικός θα είναι ο ρόλος των άμεσα επηρεαζόμενων, δηλαδή των εκπαιδευτικών».
Το νέο σύστημα αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου και των εκπαιδευτικών, σύμφωνα με το Πρόγραμμα Διακυβέρνησης, στοχεύει:

  • στην κατάργηση του μονοδιάστατου μοντέλου του επιθεωρητισμού και την καθιέρωση ενός πολυδιάστατου μοντέλου αξιολόγησης,
  • στην ανάπτυξη ενός συστήματος εσωτερικής αξιολόγησης του έργου της σχολικής μονάδας,
  • στον περιορισμό της εξωτερικής αξιολόγησης των εκπαιδευτικών στις περιπτώσεις της μονιμοποίησης και της προαγωγής τους,
  • στη δημιουργία εναλλακτικών βαθμίδων ανέλιξης των εκπαιδευτικών, ώστε να αξιοποιούνται ανάλογα με τις ιδιαίτερες ικανότητες και κλίσεις τους.

Βασικές αρχές του νέου συστήματος, όπως ορίζονται στην Έκθεση της Επιτροπής για την Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση (2004), είναι:

  • Η διάκριση των μορφών της αξιολόγησης (εσωτερική αξιολόγηση σχολικών μονάδων, διαμορφωτική-συμβουλευτική αξιολόγηση, αξιολόγηση για σκοπούς προαγωγών)
  • Η απόδοση της πρέπουσας έμφασης στη διαμορφωτική-συμβουλευτική αξιολόγηση και στην αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου.
  • Η αποσύνδεση της ανέλιξης των εκπαιδευτικών από την ανάληψη διοικητικών καθηκόντων ώστε να δοθούν κίνητρα στους εκπαιδευτικούς για να παραμένουν στην τάξη.
  • Ο καθορισμός συγκεκριμένων λειτουργικών κριτηρίων αξιολόγησης, τα οποία θα διαφοροποιούνται ανάλογα με τη μορφή αξιολόγησης και τη θέση προαγωγής, ώστε να ανταποκρίνονται στο ρόλο και τις αρμοδιότητες της κάθε θέσης.
  • Η διαμόρφωση έγκυρων και επιστημονικά θεμελιωμένων εντύπων αξιολόγησης, τα οποία θα διαφοροποιούνται ανάλογα με τα καθήκοντα της θέσης προαγωγής (εκπαιδευτικό, εποπτικό, διοικητικό έργο).
  • Η υιοθέτηση συμμετοχικού μοντέλου αξιολόγησης με σκοπό την ενεργό εμπλοκή των άμεσα ενδιαφερομένων στη διαδικασία ανάπτυξής του, την καλύτερη κατανόησή του και τη δέσμευσή τους στους στόχους και τις επιδιώξεις του.
  • Η διαφάνεια σε κάθε στάδιο των διαδικασιών αξιολόγησης.
  • Η υιοθέτηση απλουστευμένων διαδικασιών σε κάθε μορφή αξιολόγησης.

Η υιοθέτηση αναπτυξιακής, εξελικτικής και ανατροφοδοτικής προσέγγισης στην αξιολόγηση, ώστε να γίνεται ουσιαστική αξιοποίηση των διαδικασιών και των αποτελεσμάτων με στόχο την επαγγελματική ανάπτυξη των εκπαιδευτικών και τη βελτίωση του εκπαιδευτικού συστήματος.

Αυτοαξιολόγηση σχολικών μονάδων

Με την εισαγωγή ενός συστήματος εσωτερικής αξιολόγησης της σχολικής μονάδας, το ΥΠΠ επιδιώκει τη μετατόπιση της έμφασης της αξιολόγησης από τον εκπαιδευτικό ως άτομο στο εκπαιδευτικό έργο που επιτελείται στις σχολικές μονάδες. Παράλληλα, επιδιώκει την καθιέρωση αρχών και διαδικασιών για την υποστήριξη της «εσωτερικής εκπαιδευτικής πολιτικής» των σχολικών μονάδων, στο πλαίσιο της ασκούμενης από το ΥΠΠ εκπαιδευτικής πολιτικής. Το σύστημα αυτό αναμένεται να συμβάλει στην αποκέντρωση του υφιστάμενου συγκεντρωτικού εκπαιδευτικού συστήματος και να προωθήσει τη δημοκρατικότητα και τη συμμετοχική ευθύνη όλων των παραγόντων που εμπλέκονται στην εκπαίδευση. Τονίζεται σε αυτό το σημείο ότι η εσωτερική αξιολόγηση θα γίνεται για σκοπούς βελτίωσης του έργου που επιτελείται στις σχολικές μονάδες και όχι σύγκρισης μεταξύ των σχολικών μονάδων. Η εσωτερική αξιολόγηση μπορεί να θεωρηθεί ως μια διαδικασία την οποία υλοποιεί η σχολική μονάδα για τη συστηματική συλλογή πληροφοριών σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας της, την ανάλυση και αξιολόγηση των πληροφοριών αυτών και τη λήψη αποφάσεων για της βελτίωση της ποιότητας της εκπαίδευσης που παρέχει.
Επίσης, αναγνωρίζεται η ανάγκη αποκέντρωσης των αρμοδιοτήτων από το κέντρο προς τη σχολική μονάδα, ώστε να αναλύει τις δυνατότητες και τις αδυναμίες της, να εντοπίζει τις ανάγκες και τις ευκαιρίες βελτίωσής και να οργανώνει σχέδιο ποιοτικής αναβάθμισής της.

Διαδικασίες - Εργαλεία

Με βάση το προτεινόμενο νέο σύστημα αξιολόγησης, κάθε σχολική μονάδα θα προβαίνει στην αρχή της σχολικής χρονιάς σε συλλογικό προγραμματισμό του εκπαιδευτικού της έργου με σκοπό τον τεκμηριωμένο προσδιορισμό των στόχων της, λαμβάνοντας υπόψη τις προτεραιότητες του ΥΠΠ, προηγούμενες εκθέσεις εσωτερικής αξιολόγησης, τις ιδιαιτερότητές της (μέγεθος, σύνθεση μαθητικού πληθυσμού, θέση σχολείου κτλ.), το κοινωνικό και πολιτισμικό της περιβάλλον, καθώς και την κουλτούρα της.

Για την υλοποίηση των στόχων αυτών, οι Σύλλογοι Διδασκόντων θα καταρτίζουν μέχρι τα μέσα Οκτωβρίου σχέδιο δράσης, καθώς και χρονοδιάγραμμα υλοποίησής τους (βραχυπρόθεσμο, μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο).
Τη γενική ευθύνη για το συντονισμό, την παρακολούθηση και την αξιολόγηση της εφαρμογής του σχεδίου δράσης θα έχει Συντονιστική Επιτροπή, στην οποία θα συμμετέχουν δύο εκπρόσωποι της Διεύθυνσης του σχολείου, δύο εκπαιδευτικοί, ένας εκπρόσωπος του μαθητικού συμβουλίου, ένας εκπρόσωπος του συνδέσμου γονέων και ο οικείος Ανώτερος Παιδαγωγικός Σύμβουλος. Στις μικρές σχολικές μονάδες της δημοτικής εκπαίδευσης (με διδακτικό προσωπικό κάτω των 6) θα υπάρχει η δυνατότητα να συμμετέχουν στη Συντονιστική Επιτροπή όλα τα μέλη του συλλόγου διδασκόντων.

Ο Ανώτερος Παιδαγωγικός Σύμβουλος διαδραματίζει έναν πολύπλευρο ρόλο στην υπόθεση της εσωτερικής αξιολόγησης αναλαμβάνοντας ρόλο Συμβούλου/ Εισηγητή σε θέματα προγραμματισμού, ανάπτυξης σχεδίου δράσης, ενδιάμεσης και τελικής εσωτερικής αξιολόγησης.

Πέρα από τη λειτουργία της Συντονιστικής Επιτροπής, κάθε σχολική μονάδα θα καθορίζει το πλαίσιο και τις διαδικασίες υλοποίησης του σχεδίου δράσης (π.χ. αριθμός υποεπιτροπών, καθορισμός εργαλείων, κριτήρια αξιολόγησης, μέθοδοι κτλ.), για την οποία θα λαμβάνει κάθε δυνατή στήριξη τόσο από τον οικείο Ανώτερο Παιδαγωγικό Σύμβουλο όσο και από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο και το Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας και Αξιολόγησης.

Η υλοποίηση του σχεδίου δράσης θα αξιολογείται τόσο ενδιάμεσα όσο και στο τέλος του σχολικού έτους. Στο τέλος της σχολικής χρονιάς κάθε σχολική μονάδα θα συντάσσει Έκθεση Εσωτερικής Αξιολόγησης, η οποία θα εγκρίνεται από τον Σύλλογο Διδασκόντων και θα διαβιβάζεται στο Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού.

Με το προτεινόμενο σύστημα εσωτερικής αξιολόγησης ουσιαστικά αναγνωρίζεται θεσμικά η σχετική αυτονομία των σχολικών μονάδων να διαμορφώνουν και να ασκούν εσωτερική εκπαιδευτική πολιτική σχολικών μονάδων, στο πλαίσιο των γενικών κατευθύνσεων και στόχων του ΥΠΠ και με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους. Αυτό προϋποθέτει τον σχεδιασμό, προγραμματισμό, και καταμερισμό του έργου, την υλοποίηση των αποφάσεων, την ενδιάμεση αξιολόγηση, παρακολούθηση και τελική αξιολόγηση μέσα από συλλογικές διαδικασίες.

Πηγές - Σύνδεσμοι