ΓΑΛΛΙΑ


Εισαγωγή

Το πλαίσιο λειτουργίας και οι θεμελιώδεις αρχές της εκπαίδευσης στη Γαλλία καθορίζονται από το Κοινοβούλιο. Το κράτος έχει τον κυρίαρχο λόγο στη ρύθμιση και οργάνωση της εκπαίδευσης δεδομένου ότι παραδοσιακά το γαλλικό εκπαιδευτικό σύστημα είναι συγκεντρωτικό. Σε κεντρικό επίπεδο, την ευθύνη μοιράζονται το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας, το οποίο είναι υπεύθυνο για τη σχολική εκπαίδευση, με το Υπουργείο Ανώτατης Εκπαίδευσης και Έρευνας. Η κεντρική κυβέρνηση δεν έχει μόνο την ευθύνη για τη διαμόρφωση της εκπαιδευτικής πολιτικής αλλά και της πρόσληψης και κατάρτισης του εκπαιδευτικού προσωπικού και της χρηματοδότησης των εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων ενώ ταυτόχρονα σχεδιάζει και διαμορφώνει τα σχολικά προγράμματα.

Από την έναρξη μιας διαδικασίας αποκέντρωσης τη δεκαετία του 1980, οι τοπικές αρχές αναλαμβάνουν όλο και μεγαλύτερο ρόλο στη διαχείριση θεμάτων που σχετίζονται με τη λειτουργία του εκπαιδευτικού συστήματος όπως η κατασκευή και συντήρηση των σχολικών κτηρίων, η προμήθεια εκπαιδευτικού υλικού κ.λπ.

Η αξιολόγηση της σχολικής εκπαίδευσης

Η αξιολόγηση του γαλλικού συστήματος σχολικής εκπαίδευσης υποστηρίζεται, στο κεντρικό επίπεδο, από τη Διεύθυνση Αξιολόγησης, Σχεδιασμού και Επίδοσης (DEPP -Direction de l' Évaluation, de la Prospective et de la Performance) του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας καθώς και από τους Φορείς Γενικής Επιθεώρησης:IGEN (Γενική Επιθεώρηση Εθνικής Παιδείας) και IGAENR (Γενική Επιθεώρηση της Διοίκησης της Εθνικής Εκπαίδευσης και της Έρευνας).

  1. H Διεύθυνση Αξιολόγησης, Σχεδιασμού και Επίδοσης (DEPP - Direction de l' Évaluation, de la Prospective et de la Performance) του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας έχει την ευθύνη για το σχεδιασμό και τη διαχείριση του πληροφοριακού συστήματος στατιστικής του Υπουργείου και στο πλαίσιο αυτό, σε συνεργασία με άλλα τμήματα του Υπουργείου, σχεδιάζει και εφαρμόζει ένα πρόγραμμα αξιολογήσεων, ερευνών και μελετών για όλους τους τομείς του εκπαιδευτικού συστήματος. Συμμετέχει επίσης σε ευρωπαϊκά και διεθνή προγράμματα για τη σύγκριση των επιδόσεων και των τρόπων λειτουργίας των διαφόρων εκπαιδευτικών συστημάτων. Αντίθετα με την ποιοτική προσέγγιση των Γενικών Επιθεωρητών, το DEPP διεξάγει ποσοτικές έρευνες του συστήματος, των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και των μαθητών. Δίνοντας έμφαση στη δυνατότητα των σχολικών ιδρυμάτων να αναλαμβάνουν την αυτοαξιολόγησή τους, σχεδίασε δείκτες για την καθοδήγηση των μονάδων της Πρωτοβάθμιας (InPEC) και της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (IPES), το 1997 και το 1994 αντίστοιχα, οι οποίοι έδωσαν τη δυνατότητα για συγκρίσεις μεταξύ των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο με βάση δεδομένα που παρέχουν τα ίδια τα ιδρύματα.
  2. Η Γενική Επιθεώρηση Εθνικής Παιδείας (IGEN - Inspection Générale de l' Éducation Nationale) αναφέρεται άμεσα στο Υπουργείο Παιδείας και έχει ειδικά, διοικητικά και αξιολογικά καθήκοντα. Το έργο της IGEN περιλαμβάνει τη συμμετοχή στην παρακολούθηση και αξιολόγηση του έργου των επιθεωρητών, των διευθυντών σχολικών μονάδων, του εκπαιδευτικού προσωπικού και των συμβούλων συμβουλευτικής και προσανατολισμού, ενώ επίσης λαμβάνει μέρος στην κατάρτιση και στην πρόσληψή τους συμμετέχοντας στις αρμόδιες εξεταστικές επιτροπές. Συμμετέχει επίσης στη συνολική αξιολόγηση του εκπαιδευτικού συστήματος, όπως καθορίζεται από τον νόμο - πλαίσιο του 1989, η οποία αφορά στο διδακτικό περιεχόμενο, τα προγράμματα, τις παιδαγωγικές μεθόδους, τα μέσα και τα σχολικά αποτελέσματα. Οι υπηρεσίες της Γενικής Επιθεώρησης παρέχουν τέλος ενημέρωση σχετικά με τις καινοτόμες παιδαγωγικές πρακτικές μέσω της δημοσίευσης ετήσιων εκθέσεων, παρέχουν συμβουλευτικό έργο και υποβάλλουν στον Υπουργό προτάσεις για τα θέματα της αρμοδιότητάς τους.
  3. Η Γενική Επιθεώρηση της Διοίκησης της Εθνικής Εκπαίδευσης και της Έρευνας (IGAENR - Inspection Générale de l' Administration de l' Éducation Nationale et de la Recherche), η οποία αναφέρεται στα δύο αρμόδια Υπουργεία, έχει καθήκοντα που αφορούν την έρευνα και την εκπαίδευση από το Νηπιαγωγείο μέχρι το Πανεπιστήμιο. Το έργο της IGAENR περιλαμβάνει τον έλεγχο, την αξιολόγηση, την παροχή συμβουλευτικού έργου και την υποβολή προτάσεων στο Υπουργείο Παιδείας. Αποστολή της είναι να διερευνά και να αξιολογεί τις δομές που συνθέτουν το σχολικό δίκτυο, την προσαρμογή τους στις εκπαιδευτικές ανάγκες, την πρόσληψη του προσωπικού, τον εξοπλισμό των σχολείων, την οργάνωση των μέσων και τη λειτουργία των ιδρυμάτων καθώς και τη διαχείριση των οικονομικών πόρων. Επίσης διεξάγει, σε συνεργασία με τα αντίστοιχα διοικητικά τμήματα, αξιολογήσεις σε τοπικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο, τις οποίες κοινοποιούν στις επιτροπές μορφωτικών υποθέσεων του Κοινοβουλίου.

Το 2005 ιδρύθηκε το Ανώτατο Συμβούλιο της Εκπαίδευσης, ως συμβουλευτικό όργανο, το οποίο δημοσιεύει ετήσιες εκθέσεις και υποβάλλει προτάσεις σχετικά με τα παιδαγωγικά, τα προγράμματα, την οργάνωση και τα αποτελέσματα του εκπαιδευτικού συστήματος καθώς και την κατάρτιση των εκπαιδευτικών. Για το σκοπό αυτό, το Συμβούλιο υποστηρίζεται από συμβουλευτική επιτροπή, η οποία απαρτίζεται από εκπρόσωπους των επαγγελματικών και συνδικαλιστικών ενώσεων, των οργανώσεων γονέων και μαθητών, και άλλων σχετικών φορέων.

 

Σε περιφερειακό επίπεδο, η αξιολόγηση αποτελεί ευθύνη των περιφερειακών αρχών επιθεώρησης. Η δραστηριότητά τους εντάσσεται στο έργο των 30 Ακαδημιών υπό την εποπτεία των Διευθυντών των Ακαδημιών σε συνεργασία με έναν Γενικό Επιθεωρητή που διορίζεται από τον Υπουργό για τρία χρόνια ως εξωτερικός συνεργάτης. Οι περιφερειακές αρχές επιθεώρησης περιλαμβάνουν δύο κατηγορίες Επιθεωρητών, οι οποίες αντικατέστησαν τις διάφορες προϋπάρχουσες κατηγορίες το 1990:

  • τους Περιφερειακούς Επιθεωρητές Εκπαίδευσης / Επιθεωρητές της Ακαδημίας (IA-IPR – Inspecteurs Pédagogiques Régionaux - Inspecteurs d' Académie), οι οποίοι έχουν την ευθύνη για τη Γενική και Τεχνολογική Εκπαίδευση στα λύκεια και τα κολλέγια. Οι IA-IPR έχουν την έδρα τους σε μια Ακαδημία (Académie) και επιθεωρούν το διοικητικό προσωπικό, τους διευθυντές των Κέντρων Πληροφόρησης και Συμβουλευτικής (CIOs), και τους εκπαιδευτικούς. Λειτουργούν ως σύμβουλοι του Διευθυντή της Ακαδημίας σε θέματα που σχετίζονται με την ειδικότητά τους, συμβάλλουν στη μελέτη και τη βελτίωση του εκπαιδευτικού συστήματος στο επίπεδο της Ακαδημίας και βοηθούν στην οργάνωση των εξετάσεων. Διεξάγουν επίσης επιθεωρήσεις στα σχολεία της Γενικής Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και των Τεχνικών Λυκείων, και παρέχουν υποστήριξη στους εκπαιδευτικούς με έμφαση στους νεοδιόριστους.
  • τους Επιθεωρητές Εθνικής Παιδείας (IEN – Inspecteurs de l' Éducation Nationale), οι οποίοι εστιάζονται σε τομείς, όπως η διδασκαλία στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση, η Επαγγελματική Εκπαίδευση, η Συμβουλευτική κ.ά. Οι Επιθεωρητές Εθνικής Παιδείας είναι υπεύθυνοι για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, μέσω παρατήρησης της διδασκαλίας και διαλόγου, με βάση παιδαγωγικά και διοικητικά κριτήρια. Η συχνότητα των αξιολογήσεων ποικίλει ανάλογα με την περιφέρεια και τη διαθεσιμότητα των επιθεωρητών ενώ μπορεί να διεξαχθεί αξιολόγηση μετά από αίτημα των εκπαιδευτικών για λόγους προαγωγής τους. Οι εκπαιδευτικοί των κολλεγίων και των λυκείων αξιολογούνται περίπου κάθε 6 - 7 χρόνια, αν και η συχνότητα αυτή σταδιακά βελτιώνεται.

Από τη δεκαετία του 1880, οπότε καθιερώθηκε ουσιαστικά η δημόσια εθνική παιδεία, ο ρόλος των σχολικών επιθεωρητών της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης μετατοπίστηκε από την άσκηση ηθικής, πολιτικής και θρησκευτικής εποπτείας σε έναν αποκλειστικά παιδαγωγικό έλεγχο συνδυαζόμενο με υποστήριξη και συμβουλευτική. Ωστόσο, η επιστημονική αξιολόγηση της αποδοτικότητας του εκπαιδευτικού συστήματος με βάση τα αποτελέσματα των μαθητών εφαρμόστηκε έναν αιώνα αργότερα. Ιδιαίτερα σημαντικός, στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής αξιολόγησης είναι ο ρόλος των αποτελεσμάτων των λυκείων, καθώς μέσω της ετήσιας δημοσίευσής τους το Υπουργείο Παιδείας αποδίδει λόγο για τα αποτελέσματα της δημόσιας εκπαίδευσης και παράσχει στους διευθυντές των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και στους εκπαιδευτικούς τα εργαλεία για τη βελτίωση της αποδοτικότητάς τους.

 

Η προσέγγιση της αξιολόγησης ως εργαλείου ανάπτυξης των ιδρυμάτων είχε σαν αποτέλεσμα την ίδρυση του Haut Conseil de l’évaluation de l’école (Ανώτατο Συμβούλιο Σχολικής Αξιολόγησης), το 2000. Το Ανώτατο Συμβούλιο Σχολικής Αξιολόγησης εστιάζει στην αξιολόγηση των επιτευγμάτων των μαθητών και της επίδοσης των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων ή πρακτικών. Περιλαμβάνει όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης ακόμα και την Ανώτατη Εκπαίδευση και την Εκπαίδευση Ενηλίκων.

Αυτοαξιολόγηση σχολικών μονάδων

Η αξιολόγηση των σχολείων εφαρμόστηκε σταδιακά στη Γαλλία από τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Ο εκπαιδευτικός νόμος - πλαίσιο του 1989 επιβεβαίωσε τη σημασία της αξιολόγησης και ενίσχυσε την παιδαγωγική αυτονομία των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Ο σχεδιασμός της εκπαιδευτικής πολιτικής παρέμεινε στην ευθύνη της κεντρικής κυβέρνησης αλλά τα σχολεία, και ιδιαίτερα τα κολλέγια και τα λύκεια, ανέλαβαν την ευθύνη για τον σχεδιασμό της στρατηγικής για την υλοποίηση των εθνικών προγραμμάτων και την επίτευξη των εθνικών στόχων.

Διαδικασίες - Εργαλεία

Οι διαδικασίες της εσωτερικής αξιολόγησης εφαρμόζονται κυρίως στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Τα κολέγια και λύκεια της χώρας (EPLE - établissements publics locaux d'enseignement), ως νομικά πρόσωπα με οικονομική και σταδιακά αυξανόμενη εκπαιδευτική αυτονομία, υποχρεούνται να διαμορφώσουν ένα «Σχέδιο του Ιδρύματος» (Le projet de l’établissement) στο οποίο καθορίζεται ο τρόπος επίτευξης των εθνικών στόχων και υλοποίησης των Προγραμμάτων Σπουδών ώστε να προσαρμόζουν καλύτερα το παρεχόμενο εκπαιδευτικό έργο στις ανάγκες των μαθητών τους. Κάθε χρόνο, το Διοικητικό Συμβούλιο του σχολείου συντάσσει έκθεση σχετικά με το εκπαιδευτικό έργο του σχολείου, λαμβάνοντας υπόψη την εφαρμογή του «Σχεδίου του Ιδρύματος», τους στόχους του και τα αποτελέσματά του. Το θεσμικό πλαίσιο για την οικονομία και τη δημόσια διοίκηση (LOLF) ενισχύει τη λογική της αξιολόγησης αυτής με αποτέλεσμα κάθε σχολείο να διαμορφώνει ένα «συμβόλαιο» όπου ορίζονται οι στόχοι που θα πρέπει να επιτευχθούν κατά τα επόμενα χρόνια, καθώς και οι δείκτες αξιολόγησης των αποτελεσμάτων σε σχέση με την επίτευξή τους.

Το 1986 ιδρύθηκε το Τμήμα Αξιολόγησης και Σχεδιασμού (το 2006 μετονομάστηκε σε DEPP), με έργο τη διερεύνηση της κατάστασης του εκπαιδευτικού συστήματος και το σχεδιασμό εργαλείων για την υποστήριξη των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων ώστε να αναπτύξουν τις πρακτικές αυτοαξιολόγησής τους. Το 1994 εφαρμόστηκε από το DEPP ένα σύστημα που περιελάμβανε μια ευρύτερη ποικιλία δεικτών (IPESΙndicateurs pour le pilotage des établissements du second degré) για την αξιολόγηση στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση με σκοπό να παράσχει ανατροφοδότηση στα κολλέγια και λύκεια για την καθοδήγηση του έργου τους. Οι δείκτες επικεντρώνονται σε τρεις τομείς:

Οι δείκτες αυτοί αναθεωρούνται κάθε δύο χρόνια.

  • δομή του σχολείου και χαρακτηριστικά της διδασκαλίας,
  • χαρακτηριστικά των μαθητών κατά την αρχή του πρώτου τριμήνου (φύλο, ηλικία, εκπαιδευτικό υπόβαθρο κ.λπ.)
  • αποτελέσματα (ποσοστό επιτυχίας στο baccalauréat ανά τομέα σπουδών, ποσοστό πρόσβασης στην ανώτατη εκπαίδευση κ.λπ.)

Το DEPP έχει επίσης διαμορφώσει τρεις δείκτες (IVAL), που σχετίζονται με τη συμμετοχή και την επιτυχία στις εξετάσεις του baccalauréat, για την αξιολόγηση των δραστηριοτήτων του κάθε λυκείου με βάση την προστιθέμενη αξία που έχει στο επίπεδο των μαθητών του, με στόχο την ανατροφοδότηση και τη βελτίωση της αποτελεσματικότητάς τους.

Πηγές - Σύνδεσμοι