ΑΓΓΛΙΑ


Εισαγωγή

Τη γενική ευθύνη για την εκπαίδευση στην Αγγλία, την Ουαλία και τη Βόρεια Ιρλανδία έχουν το Υπουργείο Παιδείας (Department for Education, DfE) και το Υπουργείο Επιχειρηματικότητας, Καινοτομίας και Δεξιοτήτων (Department for Business, Innovation and Skills, BIS). Η ευθύνη για την παροχή του εκπαιδευτικού έργου είναι αποκεντρωμένη και ανήκει – ανάλογα με τον τύπο του εκπαιδευτικού ιδρύματος - στις Τοπικές Αρχές, τους μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς ή φορείς συμπεριλαμβανομένων των Εκκλησιών, τα Διοικητικά Συμβούλια των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και το εκπαιδευτικό προσωπικό.

Η εκπαίδευση είναι υποχρεωτική για όλα τα παιδιά από 5 έως 16 ετών. Η υποχρεωτική εκπαίδευση περιλαμβάνει δύο βαθμίδες (Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια) και 4 βασικά στάδια (key stages):

  • Bασικό Στάδιο 1: για μαθητές 5-7 ετών (ISCED 1) (Α/θμια)
  • Βασικό Στάδιο 2:για μαθητές 7-11 ετών (ISCED 1) (Α/θμια)
  • Βασικό Στάδιο 3: για μαθητές 11-14 ετών (ISCED 2) (Β/θμια)
  • Βασικό Στάδιο 4: για μαθητές 14 -16 ετών (ISCED 3) (Β/θμια)

Η πλειονότητα των μαθητών συνεχίζει την εκπαίδευση και μετά τα 16 σε σχολείο της Δευτεροβάθμιας (11 - 18/19 ετών), σε “sixth - form college” (16 – 19 ετών) ή σε κολέγιο ανώτερης εκπαίδευσης (further education college, 16+ ετών).

Η αξιολόγηση της σχολικής εκπαίδευσης

Στην Αγγλία, την Ουαλία και τη Βόρεια Ιρλανδία, το εκπαιδευτικό σύστημα λειτουργεί μέσα σε ένα ισχυρό πλαίσιο απόδοσης λόγου προς τους μαθητές, τους γονείς, την κοινωνία, την Κυβέρνηση και τους φορείς της. Τα εκπαιδευτικά ιδρύματα υπόκεινται σε εξωτερική αξιολόγηση /επιθεώρηση από εθνικούς φορείς καθώς και από τις Τοπικές Αρχές στις οποίες ανήκουν.
Η επιθεώρηση των σχολείων από τους Επιθεωρητές της Αυτού Μεγαλειότητας (Her Majesty’s Inspectors) και άλλους επιθεωρητές είναι υποχρεωτική και διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο εκπαιδευτικό σύστημα. Πρόκειται για μια ανεξάρτητη αξιολόγηση της ποιότητας του εκπαιδευτικού έργου με στόχο την ενημέρωση των γονέων και τη βελτίωση των σχολείων. Το έργο της επιθεώρησης ανέλαβαν με τον Εκπαιδευτικό Νόμο του 1992 δύο νέοι αυτόνομοι κυβερνητικοί φορείς, το Ofsted (Office for Standards in Education), του οποίου ηγείται ο Επικεφαλής Επιθεωρητής της Α.Μ. για τα Σχολεία της Αγγλίας (Her Majesty’s Chief Inspector of Schools in England) και το OHMCI (Office of Her Majesty’s Chief Inspector of Schools in Wales), του οποίου ηγείται ο Επικεφαλής Επιθεωρητής της Α.Μ. για τα Σχολεία της Ουαλίας. Το 1999, το OHMCI άλλαξε το όνομά του σε Estyn (Her Majesty’s Inspectorate for Education and Training in Wales).
Σκοπός της λειτουργίας του Ofsted και του Estyn είναι η οργάνωση της επιθεώρησης όλων των σχολείων σε τακτικούς κύκλους καθώς και ο καθορισμός των διαδικασιών και των κριτηρίων της αξιολόγησης βάσει του θεσμικού πλαισίου. Το σύστημα αυτό εισήγαγε το θεσμό λήψης «ειδικών μέτρων» (special measures) για τα «μη αποτελεσματικά» σχολεία και καθιέρωσε τη δημοσίευση των αποτελεσμάτων των σχολείων με σκοπό την ενημέρωση των γονέων για την επιλογή σχολείου.

Τον Ιανουάριο του 2004, η Κυβέρνηση ανακοίνωσε ένα πακέτο προτάσεων για την απλοποίηση των διαδικασιών της αξιολόγησης με έμφαση στην αυτοαξιολόγηση, την ανατροφοδότηση και την απόδοση λόγου των σχολείων με αποτέλεσμα την εισαγωγή πιο τακτικών επιθεωρήσεων αλλά μικρότερης διάρκειας και μειωμένων απαιτήσεων όσον αφορά την προετοιμασία τους (DfES & Ofsted, 2004).

Το Σεπτέμβριο του 2009 τέθηκε σε εφαρμογή ένα νέο πλαίσιο εξωτερικής αξιολόγησης των σχολείων της Αγγλίας, το οποίο έδωσε έμφαση στη σύνδεση της επιθεώρησης με τη βελτίωση του σχολείου. Η συχνότητα των επιθεωρήσεων εξαρτάται από τα αποτελέσματα της προηγούμενης επιθεώρησης, ενώ η αυτοαξιολόγηση και η ετήσια αξιολόγηση της απόδοσης των σχολείων βασίζεται στα δημοσιευμένα αποτελέσματα της επίδοσης των μαθητών (αντίστοιχες ήταν και οι αλλαγές στην Ουαλία μετά το Σεπτέμβριο του 2010). Πρόκειται για μια πιο στοχευμένη προσέγγιση, έτσι ώστε να απαλλάσσει τα σχολεία που παρουσίασαν υψηλές επιδόσεις από το βάρος μιας πλήρους επιθεώρησης, με την αξιολόγηση να εστιάζεται μόνο στους τομείς όπου υστερούν και έμφαση στους 4 βασικούς τομείς:

  • των μαθησιακών επιτευγμάτων
  • της ποιότητας της διδασκαλίας
  • της ηγεσίας και διοίκησης
  • της συμπεριφοράς και της ασφάλειας των μαθητών

Από το 2010, η ετήσια αξιολόγηση λαμβάνει υπόψη και την άποψη των γονέων, των μαθητών και άλλων, η οποία επηρεάζει την επιλογή των σχολείων που θα επιθεωρηθούν. Γενικά, τα σχολεία που σε προηγούμενη επιθεώρηση έχουν κριθεί «καλά» ή «άριστα» επιθεωρούνται κάθε 5 περίπου χρόνια, εκτός κι αν προκύψουν νέα στοιχεία.

Σύμφωνα με το θεσμικό πλαίσιο της εξωτερικής αξιολόγησης, αφού τα σχολεία ειδοποιηθούν για την επικείμενη επιθεώρησή τους, οφείλουν να αποστείλουν στο Ofsted τα δεδομένα που είναι καταχωρημένα στα αρχεία τους, συμπεριλαμβανομένης της φόρμας αυτοαξιολόγησής τους, για την προετοιμασία της επίσκεψης από τους Επιθεωρητές. Κατά την επιθεώρηση του σχολείου, οι Επιθεωρητές συζητούν με τον Διευθυντή, τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, το προσωπικό, τους μαθητές και τους γονείς/κηδεμόνες, προβαίνουν σε επιτόπιες παρατηρήσεις της διδασκαλίας στην τάξη και εκτιμούν την αποτελεσματικότητα του έργου των στελεχών διοίκησης του σχολείου. Αντίγραφο της έκθεσης επιθεώρησης αποστέλλεται στο Διοικητικό Συμβούλιο του σχολείου, στον Διευθυντή, στην αρμόδια Τοπική Αρχή και στους γονείς, ενώ παράλληλα δημοσιεύεται και στην ιστοσελίδα του Ofsted. Οι ακριβείς διαδικασίες που εφαρμόζονται πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την επιθεώρηση των σχολείων από τους Επιθεωρητές του Ofsted, καθώς και τα κριτήρια της αξιολόγησης του σχολείου εξαρτώνται από τον τύπο του σχολείου με βάση το αντίστοιχο πλαίσιο (framework for maintained school inspections, framework for non-association independent school inspections, framework for inspecting boarding and residential provision in schools).

Αυτοαξιολόγηση σχολικών μονάδων

Τα σχολεία στην Αγγλία, την Ουαλία και τη Βόρεια Ιρλανδία απολαμβάνουν υψηλό βαθμό αυτονομίας και κατά συνέπεια έχουν την κύρια ευθύνη για τη διασφάλιση της ποιότητας της παρεχόμενης εκπαίδευσης. Από το 2008 δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στην αυτοαξιολόγηση ως βάση του αναπτυξιακού σχεδιασμού και της στοχοθεσίας των σχολείων με σκοπό τη βελτίωση της ποιότητάς τους και την τεκμηρίωση της εξωτερικής αξιολόγησης (DCELLS, 2008, DE, 2009).

Στην Πρωτοβάθμια και τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, τη βασική ευθύνη για την αυτοαξιολόγηση και τη βελτίωση του σχολείου έχει το Διοικητικό Συμβούλιο και ο Διευθυντής του σχολείου. Στο πλαίσιο αυτό, το εκπαιδευτικό προσωπικό, ο Διευθυντής και τα στελέχη διοίκησης του σχολείου οφείλουν να αξιολογούν την ποιότητα του παρεχόμενου εκπαιδευτικού έργου με σκοπό τον καθορισμό στόχων βελτίωσης στο πλαίσιο του ετήσιου κύκλου προγραμματισμού. Για την επίτευξη των στόχων αυτών απαιτείται ο σχεδιασμός αλλαγών στη διοίκηση και στη διδασκαλία και η διαμόρφωση σχεδίου δράσης για τη βελτίωση του σχολείου.

Το Διοικητικό Συμβούλιο στο πλαίσιο της εκπλήρωσης του στρατηγικού του ρόλου και της συνολικής εποπτείας της λειτουργίας, της οργάνωσης και της διοίκησης του σχολείου οφείλει να διασφαλίζει την εφαρμογή αποτελεσματικών συστημάτων αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου μέσω του καθορισμού και της δημοσίευσης ετήσιων στόχων για την επίδοση των μαθητών.

Διαδικασίες - Εργαλεία

Kάθε σχολική μονάδα υιοθετεί το δικό της μοντέλο αυτοαξιολόγησης, τα αποτελέσματα της οποίας γνωστοποιούνται στους εξωτερικούς αξιολογητές του Ofsted πριν την προγραμματισμένη εξωτερική αξιολόγηση. Τα σχολεία καλούνται να συμπληρώσουν μια ηλεκτρονική φόρμα αυτοαξιολόγησης, η οποία αποτυπώνει:

  • την αξιολόγηση της προόδου τους με βάση τα κριτήρια του Ofsted,
  • τα βασικά τεκμήρια στα οποία στηρίζεται αυτή η αξιολόγηση,
  • τα εντοπισμένα ισχυρά σημεία και τις αδυναμίες τους,
  • τις δράσεις που σχεδιάζονται για την αντιμετώπιση των αδυναμιών και την περαιτέρω ανάπτυξη των ισχυρών τους σημείων.

Μέχρι τον Ιούλιο του 2011, η καταγραφή αυτή γινόταν σε πρότυπη φόρμα αυτοαξιολόγησης (SEF), η οποία αποσύρθηκε στο πλαίσιο της μείωσης της γραφειοκρατίας και έκτοτε οι Διευθυντές και τα Διοικητικά Συμβούλια των σχολείων μπορούν να επιλέξουν αυτόνομα τον τρόπο με τον οποίο θα αξιολογήσουν καλύτερα το έργο τους.

Τα βασικά πεδία της αυτοαξιολόγησης αφορούν:

  • τα χαρακτηριστικά του σχολείου
  • τις απόψεις των μαθητών, γονέων/κηδεμόνων, της κοινότητας και άλλων εμπλεκομένων
  • τα επιτεύγματα των μαθητών και τα επίπεδα απόδοσης (standards)
  • την προσωπική ανάπτυξη και ευημερία των μαθητών
  • την ποιότητα των παροχών
  • την ηγεσία και διοίκηση

Κάποια σχολεία χρησιμοποιούν «εθνικά κριτήρια ποιότητας» για την αξιολόγηση συγκεκριμένων τομέων του εκπαιδευτικού έργου.

Τα μοντέλα αυτοαξιολόγησης των σχολείων γενικότερα θα πρέπει:

  • να παρέχουν ένα σαφές, μη γραφειοκρατικό πλαίσιο αυτοελέγχου,
  • να εστιάζουν στην πρόοδο των μαθητών,
  • να οδηγούν σε μια αυστηρή και αντικειμενική διάγνωση των αναγκών τους,
  • να οδηγούν στο σχεδιασμό και την εφαρμογή αποτελεσματικών σχεδίων δράσης που να αξιοποιούν τις δυνατότητες της σχολικής μονάδας και να αντιμετωπίζουν τις υφιστάμενες αδυναμίες της.

Βασικό στοιχείο της αυτοαξιολόγησης είναι η τεκμηρίωση του έργου των σχολείων σε τομείς όπως τα επιτεύγματα των μαθητών, η ποιότητα της διδασκαλίας, και η αποτελεσματικότητα της ηγεσίας και της διοίκησης της σχολικής μονάδας, με τρόπο που να αποτελεί τη βάση για τον καθορισμό των προτεραιοτήτων και των στόχων βελτίωσής της. Επίσης, προβλέπεται ένα πλαίσιο κριτηρίων με σκοπό την εκτίμηση της προόδου που έχει επιτευχθεί, τον εντοπισμό των καλών πρακτικών που εφαρμόστηκαν καθώς και τη δυνατότητα σύγκρισης με άλλα σχολεία.

Η αυτοαξιολόγηση των σχολείων και οι δραστηριότητες για τη βελτίωση του εκπαιδευτικού έργου υποστηρίζονται από τη συλλογή και ανάλυση δεδομένων που αφορούν το σχολείο και τους μαθητές. Τα δεδομένα αυτά συλλέγονται μέσω ετήσιας απογραφής και διασταυρώνονται με τα δεδομένα της επίδοσης των μαθητών στις εθνικές εξετάσεις με τη βοήθεια μιας σειράς εργαλείων που διαμορφώνονται από την κεντρική κυβέρνηση και τις Τοπικές Αρχές ώστε να παράσχουν τη δυνατότητα στα σχολεία να εξετάσουν την επίδοσή τους συνολικά αλλά και την επίδοση συγκεκριμένων ομάδων του σχολείου σε σύγκριση με άλλα σχολεία (RAISEonline).

Οδηγίες για την εφαρμογή της αυτοαξιολόγησης εκδόθηκαν από κοινού από το Υπουργείο Παιδείας και το Ofsted (DfES & Ofsted, 2004), ενώ παρέχονται και ειδικά διαμορφωμένοι οδηγοί για τα μέλη των Διοικητικών Συμβουλίων των σχολείων ώστε να τους βοηθήσει να ανταποκριθούν στις θεσμικές τους υποχρεώσεις σε σχέση με την αυτοαξιολόγηση των σχολείων και την απαιτούμενη συνεργασία με τον Διευθυντή, την αρμόδια Τοπική Αρχή (LA) και τον Υπουργό Παιδείας.

Τον Οκτώβριο του 2006, δημοσιεύτηκε η στρατηγική της Κυβέρνησης για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη των Σχολείων με έμφαση σε νέους τομείς όπως η ενέργεια και το νερό που καταναλώνει το σχολείο, τα απορρίμματα που παράγει, το φαγητό που προσφέρει στους μαθητές κ.ά. Στο πλαίσιο της στρατηγικής αυτής δημιουργήθηκε το διαδραστικό εργαλείο s3, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιήσουν προαιρετικά τα σχολεία κατά τη συμπλήρωση της φόρμας αυτοαξιολόγησής τους. Σκοπός του εργαλείου αυτού είναι να βοηθήσει τα σχολεία να εκτιμήσουν και να τεκμηριώσουν τον τρόπο υποστήριξης των εθνικών προτεραιοτήτων και τη διαδικασία επίτευξης των στόχων του «Εθνικού Πλαισίου για τα Βιώσιμα Σχολεία» (National Framework for Sustainable Schools).

Πηγές - Σύνδεσμοι